- ιμερόφρων
- ἱμερόφρων, ὁ (Α)αυτός που έχει διάθεση η οποία θέλγει τους άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -φρων (< φρην), πρβλ. αλλό-φρων, ομό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱμερόφρονα — ἱμερόφρων lovely in spirit masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek